Σε υψόμετρο 1.060 μέτρων, στα βορειοδυτικά του νομού Γρεβενών, υπάρχει ένα πετρόχτιστο γραφικό χωριό, με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των σπιτιών του Βοΐου και ένα απαράμιλλο φυσικό κάλλος, το οποίο οφείλεται στην υπέροχη «απομόνωση», λόγω της θέσης του στον χάρτη, μα και στην παρουσία του υγρού στοιχείου ανάμεσά του.
Το Δοτσικό είναι ένας ορεινός οικισμός του νομού Γρεβενών, το οποίο διαθέτει εκπληκτική θέα και φυσική ομορφιά, ενώ τα καλντερίμια του προσφέρουν μια αυθεντική αίσθηση της ελληνικής υπαίθρου. Έξι μόλις άνθρωποι ζουν μόνιμα στο χωριό, το οποίο βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού Γρεβενών προς τα όρια με τον νομό Κοζάνης, στις ανατολικές πλαγιές της Σκούρτζας, κορυφής της βόρειας Πίνδου. Βρίσκεται 32 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης των Γρεβενών, ενώ απέχει 199 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη και 447 χιλιόμετρα από την Αθήνα.
Το Δοτσικό θεωρείται, όχι άδικα, πολιτιστικό σταυροδρόμι, αφού στους κόλπους του συναντώνται οι κτηνοτροφικές πρακτικές των Βλάχων, με τις δεξιότητες των μαστόρων της Ηπείρου και τις συνήθειες των Κουπατσαραίων. Μέσα στα χρόνια, έχει διατηρήσει το παραδοσιακό του χρώμα, ίσως επειδή είναι «απομονωμένο» από την πόλη των Γρεβενών και από την κοσμική ζωή που συναντάται σε άλλα χωριά του νομού. Διασκορπισμένα γύρω από το χωριό υπάρχουν ερείπια παλιότερων οικισμών, όπως αυτά στις θέσεις «Κιάφα», «Ζιάκα» και «Τσέρος».
Τα περισσότερα σπίτια είναι πέτρινα παραδοσιακά, χτισμένα γύρω στο 1900. Η εικόνα που παρουσιάζουν είναι εκπληκτικής ομορφιάς, το ίδιο και η πλατεία του χωριού με το πανέμορφο μονότοξο πέτρινο γεφύρι. Το υπέροχο θέαμα συμπληρώνουν η βρύση, αλλά και ο τεράστιος πλάτανος που σκεπάζει τη λιθόστρωτη πλατεία. Πολύ όμορφη και γραφική, επίσης, είναι η βρύση «Σιώποτος» (1935) στο νότιο άκρο του χωριού. Οι λεκάνες της είναι ξύλινες και στηρίζεται σε 2 κολώνες, ενώ η σκεπή της είναι πλίνθινη.
Εκτός από τη γραφικότητα, όμως, το Δοτσικό διαθέτει και φυσική ομορφιά. Υπεύθυνο γι’ αυτό είναι αρχικά το ποτάμι που διασχίζει το χωριό για 400 μ., καθώς και το κοινοτικό δάσος, όπου υπάρχει χαμηλά μαύρη πεύκη και δρυς. Τα νερά του ποταμού εμπλουτίζονται από τις πηγές στις θέσεις Μελίσσι, Κιάφα 2 χλμ Δ, Σοφάς, Σακί, Χριστόφορος 2 χλμ Β και τις πηγές «Βίγλα» και «Καλύβια».
Γύρω από το χωριό υψώνονται οι κορυφές «Σκούρτζα» (1.800 μ.), «Μελίσσι» (1.600 μ.) και «Αγλύστρες» (1.300 μ.). Χαρακτηριστικό τους στοιχείο είναι τα πετρώματα και το έδαφος που μοιάζει με ψιλή σκόνη, ενώ σε μεγάλο τμήμα του μοιάζει με άμμο της ερήμου. Από αυτές τις κορυφές η θέα προς Επταχώρι, Βασιλίτσα, Πεντάλοφο, Καστοριά και Βόιο είναι απίστευτη.
Ένας περίπατος στα καλντερίμια του χωριού και τα πέτρινα σπίτια που θυμίζουν μικρούς πύργους, σε μεταφέρουν σε αλλοτινές νοσταλγικές εποχές. Μπορεί κανείς να αναζωογονηθεί κάνοντας μικρούς ή μεγάλους περιπάτους σε πολύ ωραίες τοποθεσίες όπως το «Μελίσσι» – μία μικρογραφία των Μετεώρων ή το «Βαένι» όπου υπάρχει ένας μικρός καταρράκτης. Στη θέση «Ογλάς» θα θαυμάσει κανείς τα απομεινάρια μιας άλλης ζωής, συγκεντρώνοντας απολιθωμένα όστρακα, ενώ αξίζει να αναφερθεί και ακόμη μία προσφορά της φύσης του Δοτσικού, η μεγάλη ποικιλία μανιταριών.
Στο υψηλότερο τοξωτό γεφύρι της Μακεδονίας
Χαρακτηριστικό αξιοθέατο του Δοτσικού είναι το τοξωτό πέτρινο γεφύρι που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού, χτισμένο το 1804 από «πετράδες» της περιοχής. Αξεπέραστο δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής του χωριού, το οποίο είναι χτισμένο στο μεγαλύτερο υψόμετρο απ’ όλα τα γεφύρια της Μακεδονίας και είναι το μοναδικό της περιοχής, όπου βρίσκεται μέσα σε οικισμό.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι, για να επικοινωνούν οι κάτοικοι των δύο οικισμών σ’ όλες τους τις καθημερινές ανάγκες, χρειαζόταν μία γέφυρα. Γι’ αυτό το πρώτο τους μέλημα ήταν η κατασκευή του σημερινού γεφυριού. Το χωριό κόβεται στη μέση από το Δοτσικιώτη παραπόταμο του Βενέτικου, που κατεβαίνει από τις πλαγιές της Σκούρτζιας και τις άλλες χαμηλότερες χαράδρες, και το μονότοξο πέτρινο γεφύρι είναι αυτό που το ενώνει.
Είναι ένα κτίσμα λαϊκότροπης Ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής, μονότοξης καμαρωτής μορφής, όπως είναι όλα ή καλύτερα τα περισσότερα σωζόμενα γεφύρια της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, που κατασκευάστηκαν στους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Έχει μήκος 24 μέτρα, πλάτος 4 μέτρα και το ύψος του θεωρείται αρκετά χαμηλό, μόλις στα 4 μέτρα. Στο κλειδί του τόξου στη νότια όψη του γεφυριού, υπάρχει λιθανάγλυφη μορφή, πιθανόν για αποτροπή του κακού. Έχει, μάλιστα, κηρυχθεί ως διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1990.
Το πότε ακριβώς κτίστηκε, δεν το γνωρίζουμε. Πιθανολογείται, χωρίς να τεκμηριώνεται, ότι κτίστηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα, και μάλιστα κατά το 1804, σύμφωνα με μια πληροφορία που καταγράφεται στο ημερολόγιο για τα Γρεβενά του 1996.
Στην περιοχή, υπάρχουν ακόμη αξιόλογα θρησκευτικά μνημεία με σημαντικότερο όλων την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, χτισμένη το 1865. Αξίζει να επισκεφθείτε, επίσης, το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου στη θέση «Κιάφα», καθώς και της Αγίας Παρασκευής στην είσοδο του χωριού.
«Αγγελοπουλική» ομορφιά που ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου
Αρκετά χρόνια πίσω, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στο χωριό έγιναν πολλά από τα γυρίσματα της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μεγαλέξαντρος». Επί έναν ολόκληρο χειμώνα, το Δοτσικό είχε μεταμορφωθεί για τις ανάγκες του έργου και πολλοί Γρεβενιώτες έλαβαν μέρος στην ταινία ανιδιοτελώς, συμμετέχοντας ως κομπάρσοι, ακόμη και σε μικρούς ρόλους.
Όταν το 1980 έγινε η πρώτη δημόσια προβολή της ταινίας στον κινηματογράφο «Αχίλλειον» των Γρεβενών με την παρουσία του ίδιου του Αγγελόπουλου, κανένας δεν μπορούσε να γνωρίζει τις διακρίσεις που θα λάμβανε το έργο στον δρόμο του προς τις Κάννες. Η ταινία βραβεύθηκε με τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας, καθώς και τα βραβεία Special Jury Prize και FIPRESCI Prize, ενώ την ίδια χρονιά, ο «Μεγαλέξαντρος» προβλήθηκε και στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, όπου και τιμήθηκε με τέσσερα ακόμα βραβεία.
Ο «Μεγαλέξαντρος» είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, η οποία γυρίστηκε μετά την «Τριλογία της Ιστορίας» και πριν την «Τριλογία της Σιωπής» και αποτελεί μια αυτόνομη ενότητα στο έργο του μεγάλου Έλληνα δημιουργού. Πρόκειται, μάλιστα, για μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές ταινίες σε διάρκεια, καθώς διαρκεί περίπου 4 ώρες.
Η ταινία υπήρξε, επίσης, υποψήφια στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και οι Ιταλοί κριτικοί, από την πρώτη στιγμή, τη θεώρησαν «φαβορί». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο διευθυντής του φεστιβάλ το 1980, Κάρλο Λιζάνι, όταν παρουσίασε το πρόγραμμα του, υπογράμμισε πρωτίστως την παρουσία του Αγγελόπουλου και δευτερευόντως τις συμμετοχές άλλων σκηνοθετών.
Ανακαλύψτε περισσότερα για το Δοτσικό στην ιστοσελίδα του Μορφωτικού Συλλόγου Δοτσικού «Η Σκούρτζια»: