Ο Ελβετός Frederic Boissonnas, εκτός από φωτογράφος που απαθανάτισε στιγμές της Ελλάδας των αρχών του προηγούμενου αιώνα ήταν και ένας από την ομάδα που ανέβηκε για πρώτη φορά στον Μύτικα το 1913. Οδηγός του ο Έλληνας κυνηγός από το Λιτόχωρο Χρήστος Κάκαλος.

Στις 28 Ιουλίου 1913 το μεσημέρι ένα καϊκι φθάνει στο λιμανάκι του Λιτοχώρου, στον Άγιο Θόδωρο, από το οποίο αποβιβάζονται οι Ελβετοί Frederic Boissonnas, φωτογράφος και ο Daniel Baud-Bovy συγγραφέας. Είχαν επιβιβαστεί στο καϊκι στις 10.00 το προηγούμενο βράδυ στην Θεσσαλονίκη και ταξίδευαν όλη νύχτα. Μετά την παρακολούθηση των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ήπειρο, αποφάσισαν να εξερευνήσουν τον Όλυμπο για να εκπληρώσουν ένα όνειρό τους.

Ανηφορίζουν στο Λιτόχωρο και παίρνουν για οδηγό τους τον κυνηγό αγριοκάτσικων Χρήστο Κάκκαλο. Την 29 Ιουλίου νωρίς το πρωί, ξεκινούν την ανάβαση και περνώντας από την Μονή Αγ. Διονυσίου φθάνουν στην τοποθεσία Πετρόστουγκα (1980 μ.) όπου διανυκτερεύουν. Το πρωί της 30 Ιουλίου, περνώντας από το πέρασμα της Σκούρτας, φθάνουν στο σημερινό οροπέδιο των μουσών, που το ονόμασαν “Λιβάδι των θεών” (2600 μ.). Την ίδια μέρα ανεβαίνουν στις κορυφές Προφήτη Ηλία (2788 μ.) και Τούμπα (2801 μ.). Μένουν θαμπωμένοι από το μεγαλείο των ψηλών απάτητων κορυφών και ονομάζουν το σημερινό Στεφάνι, “Θρόνο του Διός”. Κατηφορίζουν προς τα κάτω μέσα από σάρες και φθάνουν κοντά στη θέση “Καλύβα” (1962 μ.), κοντά στο σημερινό καταφύγιο Σπ. Αγαπητός και από εκεί καταλήγουν ξανά στη Μονή Αγ. Διονυσίου.

Στις 31 Ιουλίου αποφασίζουν να επιχειρήσουν την ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή. Γυρίζουν πίσω και κατασκηνώνουν στα Πριόνια εν μέσω φοβερής ολονύκτιας θύελλας. Την 1 Αυγούστου 1913 ανηφορίζουν στον Μαυρόλογγο και κατασκηνώνουν στην Καλύβα.
Την 2 Αυγούστου πριν ακόμη φωτίσει, με ομίχλη, χαλάζι και ανεμοθύελλα σκαρφαλώνουν, μάλλον κατευθείαν στους γκρεμούς των Ζωναριών. Με τον Χρήστο Κάκαλο ξυπόλυτο μπροστά και τους δύο Ελβετούς δεμένους με σχοινί, ανεβαίνουν σε μια κορυφή που νόμισαν ότι ήταν η ψηλότερη. Εκεί άφησαν κάτω από πέτρες, μία κάρτα με λίγα λόγια μέσα σε ένα μπουκάλι. Το μπουκάλι βρέθηκε μετά από 14 χρόνια, στάλθηκε στην Ελβετία και σήμερα βρίσκεται στα γραφεία της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ορειβασίας και Αναρρίχησης.

Σε ένα ξάνοιγμα όμως του καιρού βλέπουν μία άλλη φοβερότερη κορυφή ψηλότερα από αυτούς και καταλαβαίνουν το λάθος τους. Απογοητευμένοι κατεβαίνουν την απόκρημνη κορυφή που τώρα ονομάζουν «Ταρπηϊα Πέτρα» και παίρνουν το «δρόμο» προς τα κάτω. Αλλά, όπως γράφει αργότερα ο Boissonnas, στην καρδιά κάθε θνητού βρίσκεται ένα κομματάκι από τη φωτιά του Προμηθέα.

Ο Χρήστος Κάκαλος με κατεβασμένο το κεφάλι, αμίλητος, κατεβαίνει την απότομη κόψη. Σταματάει. Μπροστά του ο «κατακόρυφος διάδρομος» που οδηγεί στην ψηλότερη κορυφή. Απάνω; Ρωτάει. Οι Ελβετοί του γνέφουν ναι. Είναι η μυστική απόφαση που είχαν πάρει προηγούμενα και οι τρεις τους, ο καθένας για τον εαυτό του, χωρίς να ανταλλάξουν λέξη. Όλοι τους μία σκέψη, μία καρδιά. Χωρίς άλλο λόγο ο Κάκαλος αφήνει τα φωτογραφικά σύνεργα που κουβαλούσε και ρίχνεται μπροστά, σκαρφαλώνει με πείσμα τους λείους και επικίνδυνους βράχους ακολουθούμενος από τους δύο Ελβετούς και να, σε λίγο είναι στο τέρμα, δεν πάει παραπάνω, είναι στην κορυφή.

Έτσι στις 2 Αυγούστου 1913 (οι Ελβετοί ήδη χρησιμοποιούσαν το σημερινό ημερολόγιο), ώρα 10 και 25΄ το πρωϊ κατακτιέται η ψηλότερη κορυφή της Ελλάδος, η απάτητη μέχρι εκείνη τη στιγμή κορυφή του Ολύμπου. Νικητές της ο Χρήστος Κάκαλος, Frederic Boissonnas και Daniel Baud-Bovy. Ο Χρήστος Κάκαλος έγινε αργότερα ο πρώτος επίσημος οδηγός του Ολύμπου και για τελευταία φορά ανέβηκε στην ψηλότερη κορυφή το Μύτικα το 1972 σε ηλικία 93 ετών.

Το άρθρο του Frederic Boissonnas που ακολουθεί, δημοσιεύτηκε το 1934 στο πρώτο τεύχος του περιοδικού του Ελληνικού Ορειβατικού Συνδέσμου “Το Βουνό” και αναφέρεται στις πρώτες αυτές αναρριχήσεις και στην πρόοδο του αλπινισμού στην Ελλάδα.

ΤΟ ΒΑΦΤΙΣΜΑ TOY Ε.Ο.Σ. ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΠΑΝΘΕΟΥ

Την Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 1927, το απόγευμα μιας θαυμάσιας μέρας, καμιά είκοσιπενταριά τουρίστες, πού απ’ αυτούς οι δέκα ήτανε κορίτσια, πραγματοποιούσαν την πρώτη ομαδική ανάβαση στην πιο ψηλή κορυφή του Ολύμπου.

Στην κορυφή η ελληνική ομάδα συνεννοήθηκε και παρακάλεσε τον αρχηγό της ομάδας να καθιερώσει πάνω στη πιο ψηλή κορφή της Ελλάδας τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύνδεσμο, πού μόλις είχε ιδρυθεί στην Αθήνα πριν από λίγες μέρες.

Πρόθυμα προσφέρθηκα σ’ αυτή την τελετή και το έκαμα στ’ όνομα των Ορειβατικών Συλλόγων των διαφόρων κρατών που αντιπροσωπευόντουσαν στη συντροφιά μας, το Club Alpin Francais από τον κ. Dr Etienne May Ιατρόν των Νοσοκομείων του Παρισιού και τον κ. Ηρ. Ιωαννίδη, διευθυντή της Εθνικής Ατμοπλοΐας της ‘Ελλάδος στο Παρίσι, το Club Alpin Suisse από τον κ. Daniel Baud- Bovy και μένα του τμήματος Γενεύης. Παρακάλεσα τον Άγγλο φίλο μας κ W. J. Ellison μέλος επίσης του τμήματος Γενεύης ν’ αντιπροσωπεύσει για το Alpine Club τον εξοχότατο στρατηγό G. C. Bruce, τον μεγάλο παλαιστή του Έβερεστ, πού αντίθετες περιστάσεις μας τον είχαν στερήσει και που πιο καλά από μένα θα ήταν ενδεδειγμένος να προεδρεύσει σ‘ αυτό το Βάφτισμα.


Η ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, ο Μύτικας (2.918 μ.), όπως φαίνεται από την κορυφή Σκάλα. Φωτ. Fr. Boissonnas, 1919, από την ψηφιακή συλλογή της βιβλιοθήκης της Ε.Ο.Ο.Α.

Ο πλοίαρχος του Πολ. Ναυτικού κ. Δεμέστιχας, πού είχε αποκαλυφθεί άφοβος αλπινιστής φτάνοντας πρώτος στην κορυφή, ανέμισε πολύ ψηλά τα ελληνικά χρώματα. Μαζεμένοι γύρω στο υψόμετρο, κουνώντας ο καθένας μας τη σημαία της πατρίδας μας, φωνάξαμε ένα ρωμαλέο και τριπλό ζήτω προς τιμήν καθενός έθνους. Δύο μεγάλοι αετοί σχεδίαζαν ανοιχτές καμπύλες στον ουρανό του Διός και ο ήλιος πού κατέβαινε προς τον ατέλειωτο κυματισμό των βουνίσιων αλυσίδων της Ηπείρου και της Αλβανίας, κάρφωνε κιόλας ένα ματωμένο βλέμμα και παραξενευόταν πού έβλεπε για πρώτη φορά έπειτα απ’ το λυκόφως των Θεών τόσα νιάτα και τόση χαρά πάνω στην κορυφή του Πανθέου.

Το βράδυ μας μάζεψε γύρω στις φωτιές της κατασκήνωσης, η ξάστερη νύχτα τύλιγε το απέραντο αμφιθέατρο, που ανοίγεται προς τη θάλασσα σαν ένα γιγάντιο V και βρίσκεται πάνω απ’ τη γιγάντια σκισμή τής αβύσσου, τον Βυθό, έπειτα η πανσέληνος φάνηκε στην κορυφογραμμή στο Λιβαδάκι, το ασημένιο της φως πλημμύριζε την κατασκήνωση κ’ ερχότανε σ’ αντίθεση με το κόκκινο τής φωτιάς. Πάνω απ’ ένα κύπελλο σαμπάνιας ανταλλάχτηκαν προπόσεις, ο γεωλόγος κ. Γεωργαλάς τραγούδησε το κλέφτικο τραγούδι του Ολύμπου, οι εύζωνοι χόρεψαν, νύχτα αξέχαστη... Τέλος όλα τυλίχτηκαν στην απόλυτη σιωπή. Οι δώδεκα μικρές σκηνές στριμωγμένες στο στενό οροπέδιο των Καλυβιών προστάτευαν τον ύπνο των θνητών πού είχανε ζήσει ώρες άξιες των θεών. Και μόνος μέσα σ’ αυτή τη φοβερή μοναξιά, μπροστά σ’ αυτή την απεραντοσύνη, ο σκοπός περίμενε την αυγή που χρωμάτιζε κιόλας, πέρα απ’ τον ασημένιο καθρέφτη τής θάλασσας, την κορυφή του Άθωνα.

Θέλησα να θυμίσω αυτή την καθιέρωση του Ελληνικού Ορειβατικού Συνδέσμου γιατί είναι το σημείο που εμφανίστηκε ο αλπινισμός στην Ελλάδα. Ως αυτήν την ημέρα την απόλαυση τού βουνού την καταλάβαιναν και την δοκίμαζαν στην Ελλάδα λίγες μόνο προσωπικότητες μυημένες από διαμονές τους στην Ελβετία.

Ο Οδοιπορικός Σύνδεσμος, δηλαδή σύλλογος των οδοιπόρων, δεν είχε ιδρυθεί με σκοπό τις αναβάσεις άλλα για να εξερευνήσει τη χώρα με πεζοπορικές διαδρομές. Η Ε.Λ.Π.Α. απ’ την άλλη μεριά είχε ιδρυθεί από αυτοκινητιστές. Όσο για τον Ορειβατικό Σύνδεσμο δεν υπήρχε ακόμη.

Οι πληθυσμοί του εσωτερικού ήταν εντελώς ανίκανοι να καταλάβουν το παράξενο πάθος των ξένων αλπινιστών και γι’ αυτό οι ορειβάτες δοκίμαζαν μεγάλες δυσκολίες στα ταξίδια τους. Ο διαπρεπής πρώην Πρόεδρος της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρίας Sir Douglas W. Freshfield μου έγραφε για το σχέδιο της ανάβασης του Ολύμπου. «Όσο για την ανάπτυξη της ορειβασίας στην ‘Ελλάδα τίποτα δεν έχει γίνει ακόμα. Αναγκάστηκα κάποτε να οδηγήσω τον οδηγό μου στον Ταΰγετο. Έτρεμε υπερβολικά για να μπορεί να περπατάει στο χιόνι κι αναγκάστηκα να του ανοίγω βήματα».

Στα 1913 ο κυνηγός αγριοκάτσικων Κάκαλος είχε συγκατατεθεί να μας οδηγήσει στο δαίδαλο των δειράδων του Ολύμπου, δεν ήθελε όμως τίποτε να κουβαλήσει ούτε μια κόντακ (φωτογραφική μηχανή) και όσο για τους ανθρώπους που μας κουβαλούσαν τα πράγματα μας αρνήθηκαν ζωηρότατα να μας ακολουθήσουν στις απότομες πλαγιές..

Στα 1919, στη δεύτερη μας ανάβαση, δεν είχαμε ούτε τον Κάκαλο κι αναγκαστήκαμε ο Baud–Bovy και ο γυιός του Ερρίκος ν’ ανέβουμε την κορυφογραμμή και την μεγάλη κορφή χωρίς φορείς. Είχαν αρνηθεί να μας ακολουθήσουν πέρα απ’ την ομαλή ράχη του Σκολιού όπου ανεβαίνουν και μουλάρια. Τρέμοντας από αγωνία μείνανε γονατιστοί παρακαλώντας την Παναγιά όσο μας βλέπανε να σκαρφαλώνουμε πάνω σ’ αυτές τις ιλιγγιώδεις αβύσσους και το βράδυ στην επιστροφή μας η χαρά τους, που μας ξανάϊδαν να επιστρέφουμε γεροί και σωσμένοι απ’ την πρωτάκουστη αυτή περιπέτεια ήταν τόση που μας αγκάλιαζαν και μας φιλούσαν. Κι όμως αυτοί οι τραχιοί βουνίσιοι ήτανε δυνατοί και πολύ λίγο προδιατεθειμένοι για αισθηματικές διαχύσεις, ένας απ’ αυτούς ήτανε μέλος της συμμορίας που στα 1911 είχε σκοτώσει τους τούρκους χωροφύλακες του μηχανικού Richter σε μια ενέδρα στο Κοκκινοπλό.

Αυτή ήταν ως αυτά τα τελευταία χρόνια η νοοτροπία του ελληνικού λαού σχετικά με τον αλπινισμό. Δηλαδή η νοοτροπία των Ελβετών και των κατοίκων της Σαβοΐας στα τέλη του 18ου αιώνα.

Εκείνος που θα πρότεινε την εποχή εκείνη να σκαρφαλώσουν για γούστο σε ψηλές κορφές και να περιδιαβαίνουν πάνω από αβύσσους θα χαρακτηριζότανε για επικίνδυνος τρελός. Κανενός δε θα περνούσε απ’ το κεφάλι να κάνη περιπάτους σ’ αυτούς τους έρημους, φριχτούς και απάνθρωπους παγετώνες, κανείς δεν καταλάβαινε την τρομερή ομορφιά.

Χρειάστηκε η θαρραλέα πρωτοβουλία ενός Saussure σπρωγμένου απ’ το επιστημονικό πνεύμα για να γίνει το βουνό της μόδας κι ακόμα μισός αιώνας κύλησε ως την ίδρυση του αγγλικού Alpine Club και του πρώτου τμήματος του Club Alpin Suisse στη Γενεύη.

Στην Ελλάδα τα πράγματα θα πάνε πιο γρήγορα!

Αν και η μεγάλη μάζα του πληθυσμού αγνοεί το φιλαθλητικό πάθος του αλπινισμού, μια μεγάλη μεταμόρφωση ετοιμάζεται στα βαθειά στρώματα και τούτο απ’ τις νέες γενεές. Χάρη στην επιτυχημένη πρωτοβουλία του κ. Κωνσταντίνου Μελά ο προσκοπισμός πού μπήκε στην Ελλάδα αναπτύχθηκε αμέσως και κεραυνοβόλα. Υπάρχουν, φαίνεται πρόσκοποι σε όλες τις κωμοπόλεις και χωριά, ακόμη και στην Κρήτη. Να η μαγιά που σε μερικά χρόνια θα μεταβάλει την γενική νοοτροπία. Ο πρόσκοπος είναι απ’ αυτό τον ορισμό του ένας εξερευνητής των μυστηρίων του δάσους και του βουνού. Πολύ γρήγορα θα νιώσει το πάθος για την κατασκήνωση και την περιπετειώδη ζωή της υπαίθρου. Ποιος καλύτερα απ’ αυτόν θα ήτανε προορισμένος να χρησιμεύσει για πρωτοπόρος του αλπινισμού; Λοιπόν ο αλπινισμός αν και ικανοποιείται με λίγο ή με τίποτε στο ζήτημα της τροφής και της στέγης προκαλεί τη βελτίωση με τον ερχομό του. Ή ανάγκη δημιουργεί τ’ όργανο. Σε μερικά χρόνια οι πρόσκοποι, ορειβάτες πια θα ορίζουν τις αλλαγές και τις ευκολίες πού ζητούν και οι πιο απαιτητικοί τουρίστες.

Το μονοπάτι θα διαμορφωθεί και θα γίνει δρόμος, το άθλιο χάνι θα μεταβληθεί σε ανοιχτόκαρδο πανδοχείο κι έπειτα σε ξενοδοχείο. Ο ντόπιος θα καταλάβει τα ωφελήματα του καλού φαγητού και της καλής στέγης. Ο πρώην έλλην πρόσκοπος θα είναι σε όλα έτοιμος να οδηγήσει τον ξένο. Δε θα βρίσκουμε πια καλούς ανθρώπους να μας ρωτάνε, όπως εκείνος ο έμπορος τής Θεσσαλονίκης.

– Μα τι διάβολο πάτε να κάμετε μ’ όλη αυτή τη συμμορία πάνω στον Όλυμπο, τι θέλετε να εκμεταλλευτείτε ;

-Τίποτα, ανεβαίνουμε για ευχαρίστηση.

Απομακρύνεται δύσπιστος κλείνοντας το μάτι.

Κι όμως στο Λιτόχωρο το πέρασμά μας ξύπνησε τα μυαλά, αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για εκμετάλλευση όχι ψηλά αλλά χαμηλά, συζητούν στην αγορά, ψιθυρίζουν την παραμυθένια τύχη ενός Chamonix. Ο κυνηγός μας των αγριοκάτσικων έχει γίνει ο μέγας ανήρ τής κωμόπολης, πιο έπειτα θα έχει το άγαλμά του όπως ο Balmat.

Με μεγάλο κόπο ξαναβρήκα στα 1929 απ’ αυτό το θαύμα της φύσης το δέντρο ξεραμένο μέσα σε μια πετρώδη χέρση περιοχή. Λοιπόν αυτή η φωτογραφία, γνωστή σ’ όλο τον κόσμο, είναι από κείνες που το περισσότερο εκπλήττουν τον ξένο. Πόσες φορές δεν άκουσα να λένε:

«Πώς; έχει η Ελλάδα τέτοιους παράδεισους πρασινάδας και νερών; Εγώ νόμιζα πως δε βλέπει κανείς παρά πέτρες !»

Να τώρα οι συνέπειες. Ο ταξιδιώτης που αποβιβάζεται στα Τέμπη μάταια γυρεύει να βρει το λουτρό του φαύνου και φεύγοντας απ’ την θλιβερή στέπα τινάζει την σκόνη των παπουτσιών του συμπεραίνοντας : ο Boissormas είναι ένας σαχλός χωρατατζής!

Αφήνοντας κατά μέρος τ’ αστεία, τι περιμένετε, ω φίλοι Έλληνες, για να προφυλάξετε την πατρική σας κληρονομιά !

Γενεύη, Νοέμβριος 1933

Πηγές: Ψηφιακή συλλογή της βιβλιοθήκης της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ορειβασίας και Αναρρίχησης και Όρειος Άνεμος

*Σημείωση: Η κήρυξή του Ολύμπου ως Εθνικού Δρυμού έγινε το 1938, βάσει του νόμου 856/37. Σκοπός της κήρυξης αυτής ήταν «… η διατήρηση στο διηνεκές του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής, δηλαδή της άγριας χλωρίδας, της πανίδας και του φυσικού τοπίου, καθώς και των πολιτιστικών και άλλων αξιών της…»

Στα 1913 μας έλεγε :

«Ν’ ανεβώ στον Μύτικα; Όχι, όχι, Ο άνθρωπος δεν μπορεί, μόνο ο αετός»

Σήμερα μας επιδεικνύει το επισκεπτήριο του:

Χρήστος Κάκαλος, οδηγός Ολύμπου, κι αυτή η λεπτομέρεια τα λέει όλα.

Ξαναδιαβάζοντας τις πάρα πάνω γραμμές, πού γράφτηκαν τον Φεβρουάριο του 1925 είμαι γεμάτος ενθουσιασμό για την γρήγορη ανάπτυξη του ‘Ελληνικού Ορειβατικού Συνδέσμου, που είχαμε γιορτάσει το βάφτισμα του στην πιο ψηλή κορυφή της Ελλάδος.

Σε πέντε χρόνια, κοντά είκοσι τμήματα, ένας σεβαστός αριθμός μελών πού αυξάνει αδιάκοπα, έξη καταφύγια στα κυριότερα βουνά, είναι ένα φαινόμενο πού ξεπερνάει πολύ όλες τις προβλέψεις.

«Στην Ελλάδα τα πράγματα θα πάνε πιο γρήγορα» έλεγα τότε και σκεφτόμουνα τον μισόν αιώνα που χρειάστηκε για να ωριμάσει αργά η ιδέα του Alpine Club και του τμήματος Γενεύης του C.Α.S. μετά την αποκάλυψη των βουνών από τον Horace Benedict de Saussure και τους συγχρόνους του, τους πρωτεργάτες του αλπινισμού.

Να βέβαια μια λαμπρή απόδειξη της ακατανίκητης δύναμης των ωραίων ιδεών και μια ενθάρρυνση για να προτείνονται αδιάκοπα αυτές πού είναι σωστές κι ευγενικές. Γι αυτό δε θα τελειώσω αυτό το άρθρο χωρίς να μιλήσω ακόμη μια φορά για χάρη του Εθνικού Πάρκου της Ελλάδος.*

Στο βιβλιαράκι που αναφέρθηκα πιο πάνω «ο Τουρισμός στην Ελλάδα», περιέγραψα τις παραμυθένιες ομορφιές όλης της περιοχής τού Ολύμπου και επέμεινα στην άμεση ανάγκη μιας προληπτικής νομοθεσίας που θα έσωζε την περιοχή αυτή από τις καταστροφές που την απειλούσαν.

Η κοιλάδα τών Τεμπών σώθηκε, έλεγα, χάρη στη θαυμαστή στοργική φροντίδα του κ. Georges Beraud, του μηχανικού εκείνου, πού παρά τις μεγάλες δυσκολίες πέρασε τη γραμμή Πειραιά – Θεσσαλονίκης απ’ την αριστερή όχθη για να προφυλάξει τις φυσικές καλλονές τής δεξιάς.

Αλίμονο! Μου έμελε να διαπιστώσω ότι ο θαυμάσιος διάκοσμος των Τεμπών έχει αρχίσει μ’ όλα ταύτα να εξαφανίζεται. Μάταια θα γυρεύατε την εικόνα, που δημοσιεύεται στην αντικρινή σελίδα πού είχα ονομάσει «το λουτρό του φαύνου».

dasarxeio.com